- κάπρειος
- κάπρειος, -εία, -ον (Α) [κάπρος]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κάπρο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καπρείων — κάπρειος of the wild boar fem gen pl κάπρειος of the wild boar masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καπρείας — καπρείᾱς , κάπρειος of the wild boar fem acc pl καπρείᾱς , κάπρειος of the wild boar fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάπριος — και κάπρειος, ον (Α) [κάπρος] 1. αυτός που μοιάζει με κάπρο 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κάπριος ο αγριόχοιρος, ο κάπρος … Dictionary of Greek
κάπρος — ὁ (AM κάπρος) ο αγριόχοιρος, το αγριογούρουνο («ερυμάνθειος κάπρος») αρχ. είδος ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται σε IE *kapro «τράγος, κριάρι» και συνδέεται ετυμολογικώς με λατ. caper, ουμβρικό cabru, αρχ. νορβ. hafr, που έχουν όλα τη σημ. «τράγος … Dictionary of Greek